σαραντάρικος

σαραντάρικος
-η, -ο, Ν [σαραντάρης]
αυτός που διαρκεί σαράντα ημέρες ή αυτός που είναι 40 χρόνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”